- απόσκιος, -ια, -ιο
- αυτός που έχει σκιά: Έδεσαν τα ζωντανά τους σ' ένα μέρος απόσκιο· το ουδ. ως ουσ., το απόσκιο τόπος σκιερός: Ας καθίσουμε εκεί που είναι απόσκιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.